Σίμυλος

Σίμυλος
Όνομα δύο αρχαίων Ελλήνων ποιητών. 1. Ποιητής της μέσης αττικής κωμωδίας, που έζησε τον 5o αι. π.Χ. Ο λεξικογράφος Πολυδεύκης αναφέρει μια κωμωδία του με τον τίτλο Μεγαρική. Με το ίδιο όνομα αναφέρεται και άλλος ποιητής, που έζησε στα χρόνια του Αύγουστου και από το Νέργο του οποίου σώθηκαν μερικοί στίχοι. 2. Ποιητής της νεώτερης κωμωδίας. Σε κάποια επιγραφή αναφέρεται ότι το 289/8 π.Χ., το χρόνο δηλαδή που ήταν άρχοντας ο Διότιμος, πήρε βραβείο στους δραματικούς αγώνες των Ληναίων με την κωμωδία του Εφεσία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Σιμύλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σίμυλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιμύλω — Σίμυλος masc nom/voc/acc dual Σίμυλος masc gen sg (doric aeolic) Σιμύλος masc nom/voc/acc dual Σιμύλος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιμύλου — Σίμυλος masc gen sg Σιμύλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιμύλῳ — Σίμυλος masc dat sg Σιμύλος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιμύλε — Σιμύλος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σιμύλον — Σιμύλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σίμυλον — Σίμυλος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Simylus — or Simylos (Greek: polytonic|Σιμύλος) may refer to:*Simylus Athenian comic poet of 4th c.BC *Simylus Athenian tragic actor of 4th c.BC *Simylus of Neapolis Olympic winner in stadion 248 BC [Chronicon (Eusebius)] References*Dictionary of Greek and …   Wikipedia

  • Θέρσανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους Επιγόνους. Με αυτό το όνομα είναι γνωστοί οι γιοι των Επτά επί Θήβαις, οι οποίοι, δέκα χρόνια μετά την αποτυχία των πατέρων τους, εκστράτευσαν στη Θήβα για να εκδικηθούν τον θάνατό τους. O Θ. ήταν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”